- αχορήγητος
- -η, -ο (AM ἀχορήγητος, -ον) [χορηγώ]αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτινεοελλ.εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχορήγητον — ἀχορήγητος without supplies masc/fem acc sg ἀχορήγητος without supplies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτοις — ἀχορήγητος without supplies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτου — ἀχορήγητος without supplies masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτους — ἀχορήγητος without supplies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορήγητοι — ἀχορήγητος without supplies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] … Dictionary of Greek